- καταριθμούσας
- καταριθμούσᾱς , καταριθμέωcountpres part act fem acc pl (attic epic doric)καταριθμούσᾱς , καταριθμέωcountpres part act fem gen sg (doric)καταριθμούσᾱς , καταριθμέωcountpres part act fem acc pl (attic epic doric)καταριθμούσᾱς , καταριθμέωcountpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.